- γλυκίζω
- γλυκίζω βλ. πίν. 33
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————Σημειώσεις:γλυκίζω : δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια με του γλυκαίνω.Το γλυκίζω σημαίνει → έχω γεύση προς το γλυκό.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γλυκίζω — (AM γλυκίζω) [γλυκύς] έχω υπόγλυκη γεύση αρχ. 1. προσφέρω γλυκίσματα σε κάποιον 2. γλυκίζομαι γίνομαι γλυκός … Dictionary of Greek
γλυκίζω — έχω γεύση υπόγλυκη: Μερικά ποτά γλυκίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκιζόμενον — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part mp masc acc sg γλυκίζω treat with sweetmeats pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζον — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act masc voc sg γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλύκιζε — γλυκίζω treat with sweetmeats pres imperat act 2nd sg γλυκίζω treat with sweetmeats imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγλυκισμένον — γλυκίζω treat with sweetmeats perf part mp masc acc sg γλυκίζω treat with sweetmeats perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκιζούσης — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζονται — γλυκίζω treat with sweetmeats pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζοντος — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκίζουσα — γλυκίζω treat with sweetmeats pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)